διαλεύκανση

διαλεύκανση
η
διασάφηση, διευκρίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαλευκαίνω. Η λ. στον λόγιο το, διαλεύκανσις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαλεύκανση — η η αποσαφήνιση, η εξιχνίαση, το ξεκαθάρισμα: Θα προσφύγει στα δικαστήρια, για τη διαλεύκανση των φορολογικών του υποθέσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • βιοφυσική — Η μελέτη από φυσική άποψη των βιολογικών φαινομένων (τα οποία δεν είναι παρά το αποτέλεσμα ή η συνισταμένη πολυάριθμων φυσικών, φυσικοχημικών και χημικών φαινομένων) και η εφαρμογή των αρχών της φυσικής στις βιολογικές έρευνες. Η β. δημιουργήθηκε …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η …   Dictionary of Greek

  • σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • Κονχάιμ, Γιούλιους Φρεντερίκ — (Julius Friedrich Cohnheim, Ντέμιν 1839 – Λειψία 1884). Γερμανός πειραματικός ιστολόγος και παθολόγος. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια Βίρτσμπουργκ, Γκράισβαλντ, Μάρμπουργκ και Βερολίνου, όπου υπήρξε μαθητής του Ρ. Βίρχοφ (1864) στο Παθολογικό… …   Dictionary of Greek

  • Πεδουκαίος — (Peducaeus). Επώνυμο ονομαστής οικογένειας της αρχαίας Ρώμης. Από την οικογένεια αυτή διέπρεψαν κυρίως οι εξής: 1. Σίξτος. Διετέλεσε δήμαρχος της Ρώμης το 114 113. Είναι ο εκπονητής του λεγόμενου Πεδουκαίου νόμου περί ανοσιότητας των Εστιάδων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”